Μολοσσοῦ

Μολοσσοῦ
Μολοσσός
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… …   Dictionary of Greek

  • κεστρίνος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Έλενου και της Ανδρομάχης και καταγόταν από την Ήπειρο. Μετά τον θάνατο του πατέρα του και την άνοδο του Μολοσσού, γιου του Πύρρου, στον θρόνο, ο Κ. διέσχισε με εθελοντές τον ποταμό Θύαμη και επιχείρησε την… …   Dictionary of Greek

  • ποσειδωνία — Αρχαία ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία, στη δυτική ακτή της Λευκανίας. Ευρήματα της νεολιθικής και της εποχής του χαλκού μαρτυρούν την παρουσία του ανθρώπου στην περιοχή της Π. από τους αρχαιότατους χρόνους. Η πρώτη μόνιμη εγκατάσταση όμως… …   Dictionary of Greek

  • ταυρόσκυλος — ο, Ν είδος μολοσσού που μοιάζει με μικρό ταύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + σκύλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στ. Ξένο και είναι απόδοση στην ελλ. τού αγγλ. bull dog] …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …   Dictionary of Greek

  • Μολοσσοί — Αρχαίος λαός της Ηπείρου, στη σημερινή περιοχή των Ιωαννίνων, στην οποία ανήκε και η Δωδώνη με το περίφημο ιερό του Δία. Επώνυμος ήρωας των Μ. ήταν ο Μολοσσός. Η ισχύς των Μ. αρχίζει με τον Θαρύπα (430 390 π.Χ.), ο οποίος εισήγαγε στη χώρα του… …   Dictionary of Greek

  • Νεοπτόλεμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν ήρωας, γιος του Αχιλλέα και της Διηδάμειας, θυγατέρας του Λυκομήδη· ο N., ο οποίος ονομαζόταν και Πύρρος, ανατράφηκε στο ανάκτορο του παππού του στη Σκύρο. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ν.… …   Dictionary of Greek

  • Πίελος — Γιος του Πύρρου και της Ανδρομάχης και αδελφός του Μολοσσού και του Πέργαμου. Οι βασιλιάδες της Ηπείρου ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από αυτόν και τον θεωρούσαν γενάρχη τους …   Dictionary of Greek

  • Στράβαξ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Φιλοτέχνησε τον ανδριάντα του Σαμίππου Μολόσσου από την Ηλεία και πολλά άλλα έργα. Ο Σ. ήταν χαλκοπλάστης. 2. Αθηναίος στρατηγός μισθοφορικού στρατού στον Κορινθιακό πόλεμο (395 387… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”